βολτόμετρο

βολτόμετρο
Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και ηλεκτρόμετρα και μπορεί να είναι ηλεκτροσκόπια ειδικού τύπου. Τα όργανα αυτά βαθμονομούνται σε σύγκριση με τις ενδείξεις που δίνει το απόλυτο ηλεκτρόμετρο, το οποίο φτάνει στον υπολογισμό της διαφοράς δυναμικού που υπάρχει μεταξύ δύο πλακών με τη μέτρηση μέσω ενός ζυγού της μεταξύ τους ελκτικής δύναμης. Η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο σημείων μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί με τη μέτρηση του ηλεκτρικού ρεύματος που κυκλοφορεί μέσα από ένα κύκλωμα πολύ υψηλής αντίστασης, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο αυτών σημείων. Έτσι το β. συνεχούς ρεύματος είναι ένα γαλβανόμετρο, στο οποίο έχει συνδεθεί μια πολύ υψηλή αντίσταση, έτσι ώστε από το πηνίο του γαλβανόμετρου να διέρχεται ρεύμα ασθενούς έντασης. Από τη μέτρηση του ρεύματος αυτού και με την εφαρμογή του νόμου του Ομ προκύπτει η τιμή της διαφοράς δυναμικού. Το β. έχει βαθμονομηθεί κατευθείαν σε βολτ και πρέπει να συνδεθεί εν παραλλήλω. Η ίδια μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και στο θερμικό αμπερόμετρο τόσο για συνεχές όσο και για εναλλασσόμενο ρεύμα. Τα ηλεκτρονικά β. αποτελούνται από ένα κοινό κύκλωμα για τη λειτουργία μιας τριόδου με μια υψηλή αντίσταση συνδεδεμένη στο κύκλωμα ανόδου. Με τις συνθήκες αυτές, ακόμα και πολύ μικρές μεταβολές του δυναμικού της εσχάρας προκαλούν αισθητές μεταβολές της έντασης του ρεύματος στο κύκλωμα ανόδου. Είναι έτσι δυνατόν να καταγραφούν ασθενέστατες μεταβολές δυναμικού. Βολτόμετρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού σε ηλεκτρικά κυκλώματα συνεχούς ρεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βολτόμετρο — βολτόμετρο, το και βολτάμετρο, το όργανο με το οποίο μετρούμε την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτροδυναμόμετρο — Όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί –ανάλογα με τον τρόπο που θα το συνδέσουμε στο κύκλωμα– για τη μέτρηση εντάσεων, τάσεων ή ισχύων, τόσο των συνεχών όσο και των εναλλασσομένων ρευμάτων. Το η. αποτελείται από δύο πηνία, από τα οποία το ένα… …   Dictionary of Greek

  • θερμιδομετρία — Η μέτρηση των ποσοτήτων θερμότητας που εκλύεται ή απορροφάται κατά τη διάρκεια διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Με τις μεθόδους της θ. καθορίζονται οι θερμοχωρητικότητες των υλικών, οι λανθάνουσες θερμότητες υλικών στις διάφορες αλλαγές φάσης… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μιλιβολτόμετρο — το φυσ. βολτόμετρο μεγάλης ευαισθησίας, βαθμονομημένο σε μονάδες μιλιβόλτ, το οποίο επιτρέπει τη μέτρηση πολύ μικρών τιμών διαφοράς δυναμικού …   Dictionary of Greek

  • ντεσιμπελόμετρο — το βολτόμετρο εναλλασσόμενου ρεύματος βαθμονομημένο σε ντεσιμπέλ που χρησιμοποιείται στις τηλεπικοινωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεσιμπέλ «μονάδα μέτρησης τής έντασης τού ήχου» + συνδετικό φωνήεν ο + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • πολύμετρο — το, Ν (ηλεκτρ.) όργανο για τις ηλεκτρικές μετρήσεις τών ασθενών και μέτριων ρευμάτων, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη ραδιοηλεκτρολογία, που συνδυάζει τρία τουλάχιστον όργανα: αμπερόμετρο, βολτόμετρο και ωμόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • βολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγκανίνη) καλυμμένο από αιθάλη,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”